«Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης». «Θα σε κάνω Βασίλισσα». «Ο Ηλίας του 16ου». «Φανερός πράκτωρ 000»- εν ολίγοις, γέλιο, γέλιο, γέλιο μέχρι ανεξάντλητων δακρύων και εκτόξευση του υποκριτικού του ταλέντου στην στρατόσφαιρα.
Ο Θανάσης Βέγγος προσγειώθηκε σαν εκκωφαντικός κομήτης στην ελληνική σκηνή και κατάφερε να κλέψει για πάντα τις καρδιές των (τηλε)θεατών, καθώς πολύ γρήγορα ανέβηκε στην εγχώρια ιεραρχία και έγινε ο «Καλός μας άνθρωπος» που μας… γονάτιζε σε συστηματική βάση με τις ταινίες και τα θεατρικά έργα στα οποία συμμετείχε.
Αεικίνητος, εκφραστικός, με ελεγχόμενες αυξομειώσεις στον τόνο της φωνής του, σπάνια κωμική φλέβα και βασιλιάς των σλάπστικ αστείων στην Ελλάδα, ο «Θ.Β.» μεσουράνησε σε καλλιτεχνικό επίπεδο για 50, σχεδόν, χρόνια, αφήνοντας ανεξάλειπτο το στίγμα του.
Ωστόσο, αυτή είναι η φωτεινή πλευρά του προσωπικού του φεγγαριού. Γιατί, δυστυχώς για τον ίδιο, η σκοτεινή περιελάμβανε κινηματογραφική οδύνη, ατέρμονο πόνο και μια οικονομική καταστροφή άνευ προηγουμένου.
Πιο συγκεκριμένα, πίσω στο 1964- και με τις πρώτες επιτυχίες να κοσμούν ήδη το βιογραφικό του- ο Βέγγος αποφάσισε να ιδρύσει τη δική του εταιρία παραγωγής. Την ονόμασε «ΘΒ- ταινίες γέλιου» και ο προφανής στόχος ήταν να γυρίζει τα φιλμ του με απόλυτη δημιουργική ελευθερία, χωρίς την παρέμβαση κανενός.
Τα πράγματα αρχικά έμοιαζαν να πηγαίνουν ιδεατά, όμως σύντομα τα οικονομικά προβλήματα ξεκίνησαν να ορθώνονται απειλητικά μπροστά στον ταλαντούχο ηθοποιό και να τον παρασέρνουν σ’ έναν «αποκρουστικό» χορό με την καταστροφή.
Ο βασικός λόγος της ξαφνικής «βουτιάς» της εταιρίας του Θανάση είχε να κάνει με το γεγονός πως ο ίδιος, κατά γενική ομολογία, ήταν κάκιστος διαχειριστής των χρημάτων της εκάστοτε παραγωγής. Είναι χαρακτηριστικό πως τις περισσότερες φορές, πριν καν ολοκληρώσει μια ταινία, προπωλούσε μετοχές που ξεπερνούσαν το 100% της αξίας της, πηγαίνοντας στο 120 ή και 130% του φιλμ και, εν συνεχεία, όφειλε να καλύψει από την τσέπη του αυτό το επιπλέον 20-30%!
Ωστόσο, εκείνο που έσπρωξε πέρα από το χείλος του γκρεμού την επιχείρησή του, ήταν η τελειομανία του- μια «αρρώστια» που λειτουργούσε σαν αδηφάγος μαύρη τρύπα, που τραβούσε τους πάντες και τα πάντα στον πάτο του οικονομικού βαρελιού.
Ο (σχεδόν επιβεβαιωμένος) θρύλος λέει πως ο Βέγγος μπορούσε να γυρίσει δεκάδες φορές μια σκηνή μέχρι να πετύχει το ιδανικό αποτέλεσμα ή, ακόμα- ακόμα, σταματούσε μέχρι και το γύρισμα και «έπιανε» την ταινία από τη αρχή. Αυτό πριν από 50-60 χρόνια, που το φιλμ ήταν πανάκριβο, έμοιαζε με εθελούσιο πυροβολισμό στα πόδια του, πληγώνοντας ανεπανόρθωτα την όποια παραγωγή.
Μάλιστα, ο ίδιος- μερικά χρόνια αργότερα- είχε παραδεχτεί σε συνέντευξή του πως η συγκεκριμένη τακτική (της «ανηλεούς» τελειομανίας) ήταν η πηγή των περισσοτέρων προβλημάτων του: «Θα ξέρεις βέβαια, ότι κάποτε έβαλα όλο το συνεργείο και ξεσκόνισε τις Θερμοπύλες! Ναι, μα τον Θεό! Καθαρίσαμε τις Θερμοπύλες για ένα γύρισμα. Αυτή η τελειότητα μόνο στο δικό μου κεφάλι υπάρχει. Αυτή η τελειότητα με έχει οδηγήσει δύο φορές στην καταστροφή…», ήταν τα χαρακτηριστικά του λόγια.
Το παράδοξο της όλης υπόθεσης είναι πως οι ταινίες του Βέγγου την πλειονότητα των φορών σάρωναν στα ταμεία κι έκοβαν πληθώρα εισιτηρίων, όμως ο ίδιος ήταν χρεωμένος και δεν μπορούσε ν’ αποτρέψει το «μοιραίο».
Τα χρέη του πήραν έντονο κόκκινο χρώμα, οι δανειστές τον κυνήγησαν μέχρι τελικής πτώσεως και, κάπως έτσι, ο Θανάσης κήρυξε πτώχευση, φτάνοντας στο σημείο να χάσει μέχρι και το σπίτι που έμενε στην Κυψέλη.
«Η στιγμή που ξεβίδωσα την πινακίδα με το όνομα της εταιρείας από τον τοίχο, δεν περιγράφεται. Ένιωθα σαν να ξηλώνω τα όνειρα μου. Όλα…», σχολίασε σπαρακτικά ο ίδιος.
Το χειρότερο όλων, ενδεχομένως, στην συγκεκριμένη ιστορία είναι πως οι φίλοι του, οι συνεργάτες του και οι παλιοί του συνοδοιπόροι- όλοι όσοι στα «εύκολα» ήταν δίπλα του- επέλεξαν να τού γυρίσουν εντέχνως την πλάτη, αφήνοντάς τον αβοήθητο.